- λαχανοφάγος
- -ο, θηλ. και -ααυτός που τρώγει κατ' εξοχήν λαχανικά, χορτοφάγος.[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. μαρτυρείται από το 1814 στον Νεόφυτο Δούκα].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
λάχανο — Κοινή ονομασία δικοτυλήδονων φυτών του γένους Brassica, της οικογένειας cruciferae. Το γένος αυτό περιλαμβάνει 50 διαφορετικά είδη που απαντούν στην Ευρώπη, στην Ασία και στην Αφρική. Η αυτοφυής μορφή του λ. απαντάται στις άκρες του Ατλαντικού,… … Dictionary of Greek